μεθαυριανός

μεθαυριανός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθεπόμενη ημέρα ή που πρόκειται να γίνει ή να υπάρξει τη μεθεπόμενη μέρα («ο μεθαυριανός καιρός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθαύριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθαυριανός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μεθεπόμενη μέρα: Θα τα πούμε στη μεθαυριανή συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”